Διεθνοτικές εντάσεις στη Βόρεια Μακεδονία – Εκκλήσεις για αρμονική συνύπαρξη

Αναζωπύρωση της διεθνοτικής έντασης στη Βόρεια Μακεδονία καταγράφεται τις τελευταίες ημέρες, μετά και το περιστατικό με το κάψιμο της κρατικής σημαίας της χώρας από νεαρούς Αλβανούς στα Σκόπια, κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την ημέρα της αλβανικής σημαίας (28 Νοεμβρίου), το οποίο προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων, όπως και τον προβληματισμό της κοινής γνώμης της χώρας.

Σε εκτόνωση των εντάσεων καλούν οι θρησκευτικοί ηγέτες της χώρας

Οι επικεφαλής των πέντε θρησκευτικών κοινοτήτων στη Βόρεια Μακεδονία (Ορθόδοξοι, Μουσουλμάνοι, Καθολικοί, Ευαγγελιστές και Εβραίοι) απηύθυναν έκκληση για την εκτόνωση των διεθνοτικών εντάσεων στη χώρα.

Οι πέντε θρησκευτικοί ηγέτες, σε διακήρυξη που υιοθέτησαν κατά τη συνάντηση που είχαν τη Δευτέρα (2/12) στα Σκόπια προέτρεψαν τους πολίτες να μην υποκύψουν σε απόπειρες διατάραξης της αρμονικής συνύπαρξης στο κράτος και τους κάλεσαν να σεβαστούν ο ένας τον άλλον, να εμβαθύνουν την αλληλεγγύη και να σέβονται τα κρατικά σύμβολα της χώρας και όλων των εθνοτικών κοινοτήτων σε αυτήν.

Στη διακήρυξη, την οποία υιοθέτησαν ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Στέφανος, ο επικεφαλής της Ισλαμικής Κοινότητας Σακίρ Εφεντί Φετάι, ο επικεφαλής της Καθολικής εκκλησίας Κίριλ Στογιανόφσκι, ο επικεφαλής της Ευαγγελικής-Μεθοδιστικής εκκλησίας Μαριάν Ντίμοφ, και ο επικεφαλής της Εβραϊκής Κοινότητας Πέπο Λεβί σημειώνονται τα εξής:

«Το να ζεις σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία είναι μεγάλη ευλογία. Η συνάντηση διαφορετικών πολιτισμών φέρνει μια ευκαιρία να εξευγενιστεί το πνεύμα του ανθρώπου και να αυξηθεί η δημιουργικότητα ολόκληρης της κοινωνίας. Ο Θεός μας έδωσε να ζήσουμε σε μια κοινή πολιτεία. Γι’ αυτό εμείς, οι επικεφαλής της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – Αρχιεπισκοπή της Aχρίδας, της Ισλαμικής Θρησκευτικής Κοινότητας, της Καθολικής Εκκλησίας, της Ευαγγελικής-Μεθοδιστικής Εκκλησίας και της Εβραϊκής Κοινότητας, καλούμε όλους τους μακεδόνες πολίτες να μην ενδώσουν σε καμία απόπειρα διατάραξης της συνύπαρξης , αλλά να συνεχίσουμε μαζί να εμβαθύνουμε την αμοιβαία αλληλεγγύη και να διατηρούμε σεβασμό ο ένας για τον άλλον, για τα κρατικά σύμβολα της Πατρίδας μας και για τα σύμβολα όλων των εθνοτικών κοινοτήτων».

Την επομένη του περιστατικού με το κάψιμο της κρατικής σημαίας της Βόρειας Μακεδονίας στα Σκόπια, ορισμένα άτομα βεβήλωσαν την αλβανική σημαία στην πόλη Πρίλεπ, ενώ τις πρώτες πρωϊνές ώρες της Κυριακής (1/12) πυρπολήθηκαν τρία αυτοκίνητα και ένα κατάστημα Αλβανών στην πόλη Κουμάνοβο.

Το κυβερνών VMRO-DPMNE και ο συγκυβερνών αλβανικός συνασπισμός «Αξίζει» (VLEN) κατηγόρησαν το αντιπολιτευόμενο και μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα στη Βόρεια Μακεδονία, το DUI του Αλί Αχμέτι για  «υποκίνηση διεθνοτικών επεισοδίων», με σκοπό όπως ισχυρίστηκαν την «αποσταθεροποίηση» της χώρας. Από τη μεριά του, το DUI κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιδίδεται σε μία συστηματική προσπάθεια «κατασυκοφάντησης» των Αλβανών στη χώρα και για αποτυχία στη διαχείρηση των διεθνοτικών σχέσεων στη χώρα. Μάλιστα το αλβανικό αυτό κόμμα κατέθεσε σήμερα στη Βουλή της Βόρειας Μακεδονίας πρόταση μομφής κατά του υπουργού Εσωτερικών της χώρας (στον οποίο υπάγεται η αστυνομία) και κατά δύο αντιπροέδρων της κυβέρνησης, θεωρώντας τους υπεύθυνους για τα επεισόδια.

Το αντιπολιτευόμενο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDSM) ζήτησε τη συνεδρίαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών της χώρας, προκειμένου να εξεταστεί η κατάσταση που δημιουργείται στη χώρα, αίτημα που βρίσκει επιφυλακτική την κυβέρνηση.

Μαθητές σχολείου εμφανίστηκαν με στολές του UCK

Τέλος, αντιδράσεις υπάρχουν και για συμβάν σε αλβανόφωνο δημοτικό σχολείο σε χωριό κοντά στο Τέτοβο, όπου μαθητές εμφανίζονται, σε σχολική θεατρική παράσταση, με στρατιωτικές στολές του πρώην «Αλβανικού Απελευθερωτικού Στρατού» (UCK) και κρατώντας πλαστικά όπλα. Η υπουργός Παιδείας της Βόρειας Μακεδονίας, Βέσνα Γιάνεφκσα έκανε λόγο για «απαράδεκτο» περιστατικό και ζήτησε να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη εις βάρος του διευθυντή του σχολείου.

Το αλβανικό κόμμα DUI κατηγόρησε την υπουργό Γιάνεφσκα για δύο μέτρα και σταθμά, καθώς, όπως ανέφερε δεν αντέδρασε ανάλογα σε παράσταση μαθητών σχολείου στον Δήμο Άεροντρομ των Σκοπίων, όπου τα παιδιά φορούσαν στολές των κομιτατζήδων.

«Σήμερα, η υπουργός Παιδείας απειλεί με κυρώσεις σε σχολείο στο Τσέλοπεκ, επειδή τα παιδιά της Αλβανίας φορούσαν στολές που συμβολίζουν την ιστορία και την υπερηφάνεια του αλβανικού λαού σε πολιτιστική εκδήλωση. Πρόκειται για συνέχεια των αντιαλβανικών πολιτικών που εφαρμόζονται τους τελευταίους μήνες, όπου κάθε έκφραση της αλβανικής ταυτότητας και ιστορίας δέχεται επίθεση και αντιμετωπίζεται ως πρόκληση. Όταν όμως σε μακεδονικό σχολείο στο Αεροντρόμ τα παιδιά φορούσαν στολές των κομιτατζήδων και έκαναν στρατιωτικούς χαιρετισμούς, δεν υπήρξε καμία αντίδραση» αναφέρεται σε ανακοίνωση του DUI.

Η υπουργός Παιδείας, η οποία προέρχεται από το VMRO-DPMNE  απάντησε ότι ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους και σημείωσε ότι τα περιστατικά αυτά δεν πρέπει να επαναληφθούν.

«Ο στρατός του UCK και τα σύμβολά του δεν σημαίνουν τίποτα για αυτή τη χώρα. Σε αυτή τη χώρα, ο πόλεμος, η σύγκρουση, όπως θέλετε πείτε το, προκάλεσε θύματα σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Όλες οι μητέρες κλαίνε το ίδιο, όλες οι μητέρες το ίδιο θρηνούν. Αντί να προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε αυτή τη σύγκρουση και να διαπαιδαγωγούμε σωστά τα παιδιά, εμείς τα μικρά αυτά παιδιά τα μαθαίνουμε να είναι πολεμιστές, να κρατούν όπλα, μερικά σε θέσεις βολής. Επιπλέον είναι κάτι που δεν έχει σχέση με την ιστορία μας», επισήμανε η Γιάνεφσκα.

Τα περιστατικά αυτά προκάλεσαν προβληματισμό σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια δεν είχαν συμβεί παρόμοια.

Οι Αλβανοί αποτελούν το 25% του πληθυσμού της Βόρειας Μακεδονίας.

Παρά το γεγονός πως η ένταση στις διεθνοτικές σχέσεις στη Βόρεια Μακεδονία έχει αμβλυνθεί τα τελευταία χρόνια, αυτές παραμένουν εύθραυστες. Το 2001 ένοπλοι Αλβανοί του UCK είχαν εμπλακεί σε πολύμηνες συγκρούσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις της τότε ΠΓΔΜ, που λίγο έλειψε να οδηγήσουν στον διαμελισμό της χώρας. Οι συγκρούσεις εκείνες έλαβαν τέλος τον Αύγουστο του 2001 με την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας της Οχρίδας, με την οποία ο αλβανικός πληθυσμός της χώρας απέκτησε δικαιώματα που διεκδικούσε από την ανεξαρτησία της χώρας, το 1991.