Τα βαθύτερα αίτια του βουλγαρικού βέτο

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ*

Το βέτο της Βουλγαρίας  δεν θα ξεχαστεί εύκολα από την Βόρειο Μακεδονία. Δεν θα ξεχαστεί ότι η χώρα που πρώτη αναγνώρισε την ΠΓΔΜ ως Δημοκρατία της Μακεδονίας   με τους βουλγαρικούς όρους , στην πλέον  αποφασιστική στιγμή,  μπλόκαρε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ.  Η Βουλγαρία  δεν είχε πρόβλημα με τον όρο Μακεδονία και Μακεδόνες, όπως η Ελλάδα, – λόγω της αρχαιότητας – αλλά έβλεπε απλά τους Σλαβομακεδόνες ως αλλοτριωμένους από τη σερβική προπαγάνδα του 19ου αιώνα  και την κομμουνιστική ιδεολογία του Τίτο δυνητικά Βούλγαρους που θα μπορούσαν να επιστρέψουν τώρα στις βουλγαρικές ρίζες.  Με τον εθνικό της ρομαντισμό αγνοούσε τις αλλαγές που επήλθαν και ότι ο πληθυσμός απέκτησε μια άλλη ταυτότητα.  Αλλά και η εμμονή της άλλης πλευράς ότι είναι ιστορικό έθνος με καταβολές στην Αρχαιότητα- μόνο εκεί βρίσκεται ο όρος Μακεδονία και Μακεδονία – και η διαχωριστική γραμμή  που επέβαλε μεταξύ Ελληνισμού και Σλαβισμού  εξόργιζε τους Έλληνες. Το ερώτημα των Ελλήνων ήταν απλό. Αφού δεν έχουν σχέση με τους Αρχαίους Μακεδόνες,  αφού δεν υπήρχε στο Μεσαίωνα σλαβικό φύλο με το όνομα Μακεδόνες, που να προέκυψε από την ανάμιξη Σλάβων και Αρχαίων Μακεδόνων, αφού δεν υπήρξε κρατικό μόρφωμα με τον όρο μακεδονικός ή Μακεδονικό κράτος, πώς σφετερίζονται  την  ελληνική κληρονομά; Σε αντίθεση με τη σαφή , μετωπική σύγκρουση που επέλεξε και  δαιμονοποιήθηκε τότε η Ελλάδα, η Βουλγαρία είχε την τακτική της ύπουλης θωπείας (χαϊδέματος).

Το όλο ταυτολογικό πρόβλημα συνίσταται  στο ότι  δεν πρόκειται για ιστορικό έθνος ,  αλλά για ταυτότητα  που προέκυψε από τον ελληνοβουλγαρικό και ιδίως το βουλγαροσερβικό ανταγωνισμό και τη σταδιακή εξέλιξη της τοπικής ταυτότητας Μακεδών σε εθνική. Πρόκειται για μακροχρόνια διαδικασία, κατά  την οποία υπήρξαν συγκλίσεις, αλλά και αποκλίσεις από την βουλγαρική και τη σερβική ιδέα.  Ο όρος Βούλγαρος  ως ταυτόσημος των Σλάβων δεν πρέπει να προκαλεί αλλεργικό σύνδρομο. Ήταν το αντίβαρο στον όρο Ρωμαίος των Βυζαντινών και γενικά στην ελληνική επιρροή λόγω ορθοδοξίας και κουλτούρας. Έτσι, ο Μεσαίωνας δεν πρέπει να προσεγγίζεται με όρους σύγχρονου εθνικού κράτους. Τότε ίσχυε η αυτοκρατορική ιδεολογία. Και δεν είχε σημασία η καταγωγή των αυτοκρατόρων.   Έτσι, λύνεται το ζήτημα  του κράτους του Σαμουήλ, που ποτέ δεν   αυτοπροσδιορίστηκε ως Μακεδών . Η βυζαντινή  μακεδονική δυναστεία δεν έχει καμία σχέση με τους Αρχαίους Μακεδόνες, αλλά με την  καταγωγή της από το Θέμα Μακεδονία που ήταν η Θράκη. Με τη διάλυση του πρωτοβουλγαρικού  κράτους  το 1018 μΧ.  η σημερινή Βόρειος Μακεδονία αποτέλεσε το βυζαντινό Θέμα Βουλγαρία, και όμως στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας δεσπόζει η Αχρίδα με την εκκλησία της Αγίας Σοφίας και τις τοιχογραφίες στην ελληνική.

Τον 14ο  αιώνα, με τη διάλυση του θεσμού των βυζαντινών Θεμάτων, η ιστορική Μακεδονία εντάχθηκε στο  σερβικό  κράτος του  Δουσάν. Με τη διάλυση του κράτους (1335) προέκυψαν σερβικές ηγεμονίες.  Ανάμεσα  σε αυτές ήταν μία στις Σέρρες και μία στο Πρίλεπ. Οι δεσπότες Ουγγλιέσα και Βούκασιν ( είχε τον τίτλο του βασιλέως) πολέμησαν , ανεπιτυχώς,  τους Οθωμανούς  στη μάχη του Έβρου (1371 μ Χ .), μιμήθηκαν τους Αρχαίους Μακεδόνες στη μάχη κατά των νέων Περσών, των Οθωμανών.  Από εδώ και ο όρος Μακεδών ως ταυτόσημος πλέον των Σλάβων, ως ένδειξη ανδρείας. Αναζητούναν ένας χριστιανός ηγεμόνας, ισάξιος της ανδρείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για να εκδιώξει τους νέους Πέρσες, τους Οθωμανούς. Έτσι, ο γιος του Βούκασιν , ο Μάρκο Κράλγιεβιτς, προσέλαβε θρυλικές διαστάσεις και ο Δουσάν αποκαλέστηκε από αντιγραφείς των χειρογράφων του τσάρος Μακεδόνων.

Όταν κατά τον 19ο αιώνα άρχισε η σλαβική  αφύπνιση στη Μακεδονία κατά της επιρροής του Ελληνισμού, προσέλαβε βουλγαρικά εθνικά χαρακτηριστικά. Αλλά το 1878 ιδρύθηκε βουλγαρικό κράτος μεταξύ Δουνάβεως  και Αίμου με λόγια γλώσσα το ιδίωμα του Τυρνόβου. Η Μακεδονία ( τα οθωμανικά βιλαέτια Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης και Κοσόβου) παρέμεινε οθωμανική επαρχία και τα σλαβομακεδονικά ιδιώματα προφορικά και φτωχά. Αυτός ο γλωσσικός σεπαρατισμός δεν οδήγησε αμέσως σε  εθνικό σεπαρατισμό,  περιείχε όμως τα σπέρματα της μελλοντικής διένεξης. Όλη η βουλγαρική εξωτερικά πολιτική μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο  επικεντρώθηκε στο Μακεδονικό, παρά τις  ήττες της  και τη σταδιακή ανάδυση ενός μακεδονικού σεπαρατισμού ως πολιτική σύμβαση, στρεφομένου κατά Ελλήνων και Βουλγάρων, αρχής γενομένης με τον Μισίρκωφ το 1903. Την 1η Μαρτίου 1941 η βουλγαρική κυβέρνηση Φίλωφ προχώρησε στον Άξονα, εξασφαλίζοντας τη Δυτική Θράκη (πλην του Έβρου) και την Ανατολική Μακεδονία ως ζώνη διοίκησης   de jure. Το πραξικόπημα της 27ης Μαρτίου 1941 στη Γιουγκοσλαβία και η γερμανική επίθεση στη χώρα σήμαιναν μεγαλύτερη εμπλοκή   της Βουλγαρίας στις Δυνάμεις του Άξονα. Στη νέα τάξη πραγμάτων η Γερμανία  παραχώρησε  στη Βουλγαρία  τη διοίκηση του μεγαλύτερου μέρους της άλλοτε σερβικής Μακεδονίας και τις δυτικές  επαρχίες. Η Βουλγαρία όμως έδωσε χαρακτήρα προσάρτησης στις νέες χώρες από την κατεχόμενη Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία. Στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, στρεφόμενη κατά του ελληνικού πληθυσμού, από την αρχή άσκησε μια πολιτική βίαιου εκβουλγαρισμού σε όλα τα επίπεδα.  Στη σερβική Μακεδονία , αντίθετα, αρχικά εκδηλώθηκε ένα φιλοβουλαρικό πνεύμα, που όμως σταδιακά ατονούσε λόγω της κακής βουλγαρικής  διοίκησης και το 1943/44  , μετά την ίδρυση Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας και Γενικού Επιτελείου άρχισε συντονισμένη ένοπλη δράση με σαφή πλέον διάκριση Μακεδόνων και Βουλγάρων. Η δημιουργία κράτους το 1944 , η  κωδικοποίηση γραπτής μακεδονικής γλώσσας με βάση τη διάλεκτο Μοναστηρίου- Πρίλεπ, η  ρητορική και πρακτική τότε για την ενοποίηση της Μακεδονίας,  σε βάρος της Ελλάδας και Βουλγαρίας,  στο όνομα του ‘’μακεδονισμού’’ , ( σήμερα δεν υπάρχει)  συντέλεσαν  στην εμπέδωση και καλλιέργεια της νέας μακεδονικής ταυτότητας.

Δεν πρέπει να δημιουργεί αλλεργία ότι ο βουλγαρικός στρατός, εναντίον του οποίου μάχονταν οι παρτιζάνοι το 1943/44, από την 9η Σεπτεμβρίου 1944 τελούσε υπό σοβιετική διοίκηση και με εντολή του Στάλιν συμμετείχε στα σοβιετικές επιχειρήσεις απελευθέρωσης της Ευρώπης, για να κερδίσει το καθεστώς συμμαχικού στρατού. Ειδικά στα Σκόπια μπορεί  η 4η βουλγαρική στρατιά να συμμετείχε στις επιχειρήσεις απελευθέρωσης, αλλά οι Βούλγαροι ήταν ανεπιθύμητοι σύμμαχοι των παρτιζάνων  και δεν συμμετείχαν στην παρέλαση.  Το Βελιγράδι απελευθερώθηκε από τον σοβιετικό στρατό.

Αρκούσαν αυτές οι γνωστές διαφορές μεταξύ Σόφιας και Σκοπίων να οδηγήσουν τη Βουλγαρία στη χρήση βέτο; Δεν μπορούσαν να διευθετηθούν κατά της διάρκεια των ζωτικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ;  Οι διαφορές της Βουλγαρίας με την Βόρειο Μακεδονία για ταυτολογικά και γλωσσικά ζητήματα είναι γνωστές εδώ και χρόνια. Η Βουλγαρία θώπευε εδώ και χρόνια ύπουλα την τότε                ΠΓΔΜ, υποδεικνύοντας την Ελλάδα ως το μοναδικό εμπόδιο για την Ευρώπη. Τώρα που η Ελλάδα έλυσε με σαφήνεια τα επίμαχα ζητήματα και η ελληνική  επιχειρηματική δραστηριότητα σημείωσε άνοδο περαιτέρω, τώρα που η Βόρεια Μακεδονία εξελίσσεται σε μακρύ χέρι της Ελλάδας, η Βουλγαρία ζηλεύει, υποφέροντας από τον ρομαντισμό και το σύνδρομο του ηττημένου για μια φορά ακόμη.   Άλλο τα διμερή ζητήματα, που δεν απειλούν την εδαφική ακεραιότητα της Βουλγαρίας, όπως η Τουρκία με την  Ελλάδα,  και άλλο η ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας. Παράλληλα  με την έναρξη των μακροχρόνιων  ενταξιακών διαπραγματεύσεων, μπορούσαν να συζητηθούν και οι διαφορές , με ευελιξία,  με τη Σόφια. Η Βουλγαρία δεν ήταν στη ρητορική της κατά της ευρωπαϊκής προοπτικής της Βόρειας Μακεδονίας/ΠΓΔΜ. Από το 2001 η ΠΓΔΜ ήταν συνδεδεμένο μέλος με την ΕΕ, το Μάρτιο του 2020 το Συμβούλιο της Ευρώπης έδωσε το πράσινο φως  για έναρξη των σχετικών διαπραγματεύσεων, ο Ζάεφ κέρδισε τις εκλογές, τον Οκτώβριο του 2020  η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε θετική γνωμοδότηση. Τότε πώς εξηγείται το βουλγαρικό βέτο, όχι  η συνετή πολιτική της απειλής βέτο, που αιφνιδίασε του Ευρωπαίους;

Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας που με ξένα  στηρίγματα μπήκε στην Ευρώπη το 2007 και υποφέρει από διαφθορά και μιζέρια. Το κυβερνών κόμμα  GERB του Μπορίσωφ αντιμετωπίζει κύμα διογκούμενης δυσαρέσκειας και η κυβέρνηση του κεντροδεξιού συνασπισμού επιβίωσε το καλοκαίρι πρότασης μομφής της αντιπολίτευσης, επειδή το μικρό εθνικιστικό κόμμα VMRO του Krasimir Karakačanov στήριξε τον Μπορίσωφ, τον άλλοτε σωματοφύλακα του Ζίβκωφ. Ο Καρακατσάνωφ είναι ο αντίστοιχος Πάνος Καμμένος των ΑΝΕΛ, εκφράζει ακραίες βουλγαρικές θέσεις του 19ου αιώνα, κάνει πολιτική καριέρα με την καπηλεία εθνικών θεμάτων.  Ο Μπορίσωφ τελεί πολιτικά υπό την ομηρία του υπουργού Αμύνης, του μη χαρισματικού Καρακατσάνωφ, που δεν έχει καταγωγή από τη Μακεδονία (προέρχεται από την πόλη Ρούσε), αλλά είναι βασιλικότερος του βασιλέως  στην πλειοδοσία νοσηρού εθνικισμού.  Ο ίδιος επιχείρησε να μπει κρυφά και στην Ελλάδα  την 28η Οκτωβρίου, πριν μερικά χρόνια, όχι από τον Προμαχώνα, για την  υπόθαλψη βουλγαρισμού στη Δυτική Μακεδονία, και εισηγήθηκε την ανέγερση μνημείου για το Γκότσε Ντέλτσεφ και στην Ελλάδα. Ο Ντέλτσεφ σκοτώθηκε το 1903 σε χωριό των Σερρών, το 1943 στην κατεχόμενη Ελλάδα  οι βουλγαρικές κατοχικές  αρχές εντόπισαν τον τάφο του και τον ξέθαψαν, το 1946 τα οστά του δόθηκαν ως δώρο  τα Σκόπια. Το μείζον θέμα της καταγωγής του λύνεται   εύκολα με τα δεδομένα του 1903. Είχε την εθνική ταυτότητα Βούλγαρος και την τοπική Μακεδών. Τα πυρά του  Καρακατσάνωφ πιάνουν και την Ελλάδα έμμεσα, ο Μπορίσωφ σιωπά . Καρακατσάνωφ και Μπορίσωφ  έχουν καλές  σχέσεις με την Τουρκία.

Η επίσημη βουλγαρική στάση προκάλεσε απογοήτευση στα Σκόπια, αλλά και σε νουνεχείς Βούλγαρους πολιτικούς. Διόγκωσε το αντιβουλγαρικό  μένος  και αναβάθμισε τη σημασία της Ελλάδος στην κοινή γνώμη. Ο Ζάεφ  εξέφρασε την δυσαρέσκειά  του,  επισημαίνοντας ωστόσο ότι μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας και  ότι  θα βρεθεί λύση. Επανέλαβε ότι η Βόρειος Μακεδονία δεν εγείρει μειονοτικά ή εδαφικά ζητήματα σε σχέση με τη Βουλγαρία. Ο Δημητρώφ δήλωσε ότι θα βρεθεί τρόπος για να προωθηθεί η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αν η Βουλγαρία δεν άρει το βέτο. Ελπίζουμε στη Σύνοδο του Ιουνίου 2021, και αφού πρώτα σχηματιστεί κυβέρνηση στη Βουλγαρία από τις εκλογές που διεξήχθησαν στις 4 Απριλίου, το θέμα να διευθετηθεί.

* Ο κ. Σπυρίδων Σφέτας είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας στο ΑΠΘ.