Η προοπτική της Ελλάδας ως «ήπια δύναμη» στη Βαλκανική χερσόνησο

Του Γιάννη Μπράχου*

Στην πρώτη συνέντευξη τύπου στις Βρυξέλλες η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε ότι θα ηγηθεί της πλέον «γεωπολιτικής Ευρωπαϊκής Επιτροπής», καταδικάζοντας ακόμη και τη Φινλανδία και τη Γαλλία για την έλλειψη φιλοδοξίας τους στην ασφάλεια των συνόρων και τη διεύρυνση των Δυτικών Βαλκανίων. Και δικαίως: οι Ευρωπαίοι δεν θα πιστέψουν στην Ευρώπη, όσο η ΕΕ δεν είναι σε θέση να ακουστεί η φωνή της στη διεθνή σκηνή, είτε πρόκειται για το κλίμα, τη μετανάστευση, είτε για την ειρήνη και τη σταθερότητα.

Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις στις σχέσεις της ΕΕ με τη Μόσχα, την Άγκυρα, το Κίεβο και οι εξελίξεις στην Παλαιστίνη έχουν αφήσει τις Βρυξέλλες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με την ανησυχητική αίσθηση ότι η «γεωπολιτική Ευρωπαϊκή Επιτροπή» είναι απλώς σύνθημα και μετονομασία της «Πολιτικής Επιτροπής» Juncker.

Προκειμένου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκπληρώσει την φιλοδοξία της είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει στενές συνεργασίες με τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα της ΕΕ και με σημαντικές πρωτεύουσες, οι οποίες λόγω ιστορίας και εμπειρίας, είναι συχνά ικανότερες να παρέμβουν σε περιοχές του πλανήτη.

Αποτέλεσμα της πραγματικότητας αυτής είναι άτυπη μεταβλητή γεωμετρία στη γεωπολιτική παρέμβαση της ΕΕ, όπου τα κράτη-μέλη με ιστορική παρουσία και εμπειρίες σε περιοχές, έχουν εκ των πραγμάτων σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της γεωπολιτικής ατζέντας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Το Nord Stream αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα της ασυμφωνίας στη ρητορική και τη δράση των κρατών-μελών, υπονομεύοντας όχι μόνο την Πράσινη Συμφωνία, αλλά και την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, την κοινή στάση για τη Ρωσία και την Ουκρανία. Από τις προσπάθειες σταθεροποίησης στο Σαχέλ έως τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας και τον Ινδο-Ειρηνικό, οι τομείς επίτευξης ουσιαστικής ενότητας δράσης της ΕΕ παραμένει ζητούμενο.

Η ΕΕ δείχνει να αναμένει οι ΗΠΑ να σχεδιάσουν για λογαριασμό της, την πολιτική ασφάλειας και άμυνας της. Η επιλογή αυτή συνιστά αδυναμία της ΕΕ να παρέμβει σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η ΕΕ οφείλει να συνεχίσει να αναλαμβάνει νέες πρωτοβουλίες στην ασφάλεια και την άμυνα με πνεύμα συμπληρωματικότητας με το ΝΑΤΟ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.

Στη σύγχρονη γεωπολιτική σκηνή, οι αντιπαλότητες και οι συμπορεύσεις αποκρυσταλλώνονται συχνά στο εμπόριο, στην οικονομία και στην τεχνολογία. Το ίδιο έχει να πράξει και η εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Υπό το πρίσμα αυτό, οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις ευρωτουρκικές σχέσεις και στα Δυτικά Βαλκάνια ως κοινή συνισταμένη της ΕΕ καθορίζουν την πορεία των διμερών σχέσεων στην περιοχή.

Η ΕΕ δίνει έμφαση στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής ως «ήπιας δύναμης», στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων και στις ευρωτουρκικές σχέσεις η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε εκφραστή αυτής της «ήπιας δύναμης» στην περιοχή.

Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι οι οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας καθορίζονται από την ΕΕ, ενώ οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή από τις ΗΠΑ. Το συγκεκριμένο θεωρητικό σχήμα στην σημερινή περίοδο είναι ανεπαρκές για την αναβάθμιση της εξωτερικής πολιτικής, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να την οδηγήσει στον αυτόματο πιλότο.

Οι συμμαχίες είναι σημαντικές, αλλά στη σύγχρονη εποχή απαιτούνται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, προκειμένου η Ελλάδα να συμμετέχει ενεργητικά στο διαμορφούμενο ευρωπαϊκό consensus στην Βαλκανική.

Σε αυτό το πλαίσιο, προεξέχουσα σημασία έχουν πρωτοβουλίες οικονομικής, πολιτιστικής και δημόσιας διπλωματίας στα Δυτικά Βαλκάνια και σε διμερές επίπεδο με την Τουρκία, αναδεικνύοντας την Ελλάδα σε «ήπια ευρωπαϊκή δύναμη» της περιοχής. Παραδείγματα δράσεων είναι η ανθρωπιστική και αναπτυξιακή συνεργασία, η  πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και η τεχνολογική συνεργασία μέσω κόμβων καινοτομίας στην περιοχή.

Οι δημόσιες κυβερνητικές αναφορές για την επαναφορά της χώρας στα Βαλκάνια, σε συνέχεια των συναντήσεων του Πρωθυπουργού στο περιθώριο του Συνεδρίου των Δελφών, είναι καλή αρχή, αλλά ο όρος «γειτονική χώρα» μόνο ιλαρότητα προκαλεί στα Δυτικά Βαλκάνια.

Για επικοινωνιακούς λόγους, φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα επικοινωνίας προαναγγέλλουν συστηματικά την κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, ενώ γνωρίζουν την οικονομική επίπτωση στην Ελλάδα από ενδεχόμενη χρεωκοπία της τουρκικής οικονομίας. Τόσο η ΕΕ, όσο και ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες με σημαντικές επενδύσεις στη Τουρκία είναι δεδομένο ότι υποστηρίζουν την τουρκική οικονομία. Οι επικοινωνιακές επιλογές της κυβέρνησης για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους υπονομεύουν τις δυνατότητες παρέμβασης της χώρας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής στα Δυτικά Βαλκάνια και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Η πολιτική συναίνεση στα εξωτερικά θέματα οφείλει να υπερβαίνει την συναίνεση κορυφής και να αποτυπώνεται στη συνέχεια συγκεκριμένων δράσεων πολιτικής. Υπό αυτή την έννοια απαιτείται αλλαγή κουλτούρας στην εξωτερική πολιτική μας, προκειμένου η χώρα να αναδειχθεί ως ηγέτιδα «ήπια δύναμη» στην περιοχή, υλοποιώντας την ευρωπαϊκή και εθνική πολιτική./ibna

* Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος (Msc, PhD Econ)-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών